Ανθέλληνας: Όποιος λέει ή γράφει κάτι που δεν μας αρέσει (άσχετα αν είναι σωστό ή όχι). «Ανθελληνικό δημοσίευμα»: όποιο ξένο άρθρο ασκεί κριτική σε ελληνικά θέματα. Ο χωρισμός όλων των ανθρώπων σε φιλέλληνες και μισέλληνες (ή ανθέλληνες) είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Προσλαμβάνουμε τις διεθνείς σχέσεις με καθαρά συναισθηματικά κριτήρια. Βλέπουμε τους άλλους λαούς σαν γκόμενες, που μας αγαπάνε ή μας προδίδουν.
Απεργία: Παλιότερα γινόταν για να διορθωθούν οι κοινωνικές και οικονομικές αδικίες. Τώρα γίνονται συνήθως για να διατηρηθούν οι αδικίες και τα προνόμια μιας συντεχνίας. Απεργούν αυτοί που έχουν δύναμη και την δυνατότητα να εκβιάζουν. Οι άνεργοι, π. χ. δεν απεργούν ποτέ…
Εγώ (ξέρεις ποιος είμαι): Η κλασική φράση που προδίδει την μόνιμη ανασφάλεια του Έλληνα.
Εθνικισμός: Όταν υπερηφανεύεσαι για πράγματα που δεν έκανες. (Π. χ. για τη χώρα πού γεννήθηκες, για τους ένδοξους προγόνους, για το χρυσό μετάλλιο – ή το Νόμπελ – που πήρε κάποιος άλλος…) Σε προχωρημένη μορφή: όταν αυτά τα θεωρείς ένδειξη ανωτερότητας της φυλής.
Θεός (των Ελλήνων): Ειδικός Θεός που επεμβαίνει όταν οι Έλληνες τα κάνουν θάλασσα.
Κομπλεξικοί: Όλοι οι άλλοι Έλληνες.
Κράτος: Ο εχθρός και ο Θεός κάθε Έλληνα. Για όλα φταίει το κράτος, όλα τα περιμένουμε από το κράτος… «Τι κάνει το κράτος;» «Που είναι το κράτος;»
Λαϊκισμός: Η εφαρμογή του αξιώματος «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» στην πολιτική αλλά και την δημοσιογραφία. Τα ΜΜΕ κατηγορούν τους πολιτικούς για λαϊκισμό – αλλά τα ίδια τον εφαρμόζουν καθημερινά. Όπως και όλοι οι πολιτικοί – που όμως τον προσάπτουν στον αντίπαλο.
Λάιφ-στάιλ: Ο τρόπος αυτών που δεν έχουνε ούτε life ούτε style.
Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια: Τρίπτυχο το οποίο επικαλούνται συνήθως διάφορα ρεμάλια που δεν υπηρέτησαν στο στρατό, δεν έχουν το Θεό τους και κερατώνουν συστηματικά τις γυναίκες τους.
Πτυχίο: Μαγικό χαρτί που οδηγεί σε πρόσληψη ή διορισμό. Δεν έχει σημασία αν το πήρατε παπαγαλίζοντας ή το αγοράσατε από ανατολικό Πανεπιστήμιο. Από την στιγμή που το έχετε, είστε «αδιόριστο κάτι» (π. χ. αδιόριστος εκπαιδευτικός) που απαιτεί διορισμό.
Σοσιαλισμός: Το αντίθετο του καπιταλισμού (βλ. λέξη) που όσο περνάει ο χρόνος του μοιάζει περισσότερο. Προσπαθεί να μοιράσει τον πλούτο που παράγει ο καπιταλισμός. Μερικές φορές στην προσπάθειά του σκοτώνει την χρυσοτόκο όρνιθα – και μετά μοιράζει φτώχεια.
Συνδικαλιστές: Άνθρωποι μηδέποτε εργασθέντες που (ισχυρίζονται ότι) εκπροσωπούν τους εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα μάχονται για τα συμφέροντα προνομιούχων μειοψηφιών – με πρώτη τους εαυτούς τους.
Υπερηφάνεια (εθνική): Το 93% των Ελλήνων είναι υπερήφανοι που γεννήθηκαν Έλληνες. Φαίνεται ότι αυτό και μόνο τους αρκεί - και γι αυτό δεν προσπαθούν ιδιαίτερα για πρόσθετα επιτεύγματα.
Aπό το "Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό" του Ν. Δήμου
1 σχόλια:
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τις ερμηνείες του παρόντος λεξικού!
Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά πρέπει να είναι, αν και δεν ξέρω πόσοι είναι διατεθειμένοι να διαβάσουν τα πράγματα με τα ονόματα τους χωρίς τον στρουθοκαμηλισμό που μας διακρίνει...
Δημοσίευση σχολίου