Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΕΠΙΔΗΜΙΑ-Μερος 1ο: Η μολυνση


Μεσημέρι στην Αθήνα. Μια τυπική μέρα του Νοέμβρη. Κόσμος πηγαίνει κι έρχεται σαν μυρμήγκια στους δρόμους, άλλοι πάνε στις δουλειές τους κι άλλοι φεύγουν, μπροστά από τα καταστήματα υπνωτισμένα βλέμματα παρατηρούν τις βιτρίνες, οι καφετέριες γεμάτες, περαστικοί χωρίς προορισμό, αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα σε κεντρικές οδούς. Ένας ζητιάνος απλώνει το χέρι του μπρος σε έναν κουστουμαρισμένο που μιλάει στο κινητό, φοιτητές τελείωσαν το μάθημα και κάνουν βόλτες, πλανόδιοι τρέχουν να κρυφτούν από την αστυνομία, μια ξανθιά με μαύρες ρίζες και ύφος κότας μασάει σπαστικά μια τσίχλα φτιάχνοντας τις μπούκλες της. Όλα φυσιολογικά. Όλοι συνεχίζουν τις ζωές τους δίχως να ξέρουν ότι υπάρχουν πράγματα πάνω από εμάς, πάνω από τις μικρές ζωές μας και τα ασήμαντα προβλήματά μας. Όλοι παλεύουν για να φανούν περισσότερο μέσα στον βούρκο, αγωνιούν και αγνοούν ότι η μέρα που διανύουν μπορεί να είναι η τελευταία τους. Ή η τελευταία γα την ζωή όπως μέχρι τώρα την ήξεραν. Την ήξεραν όμως;

Κάποιοι είχαν μιλήσει στο παρελθόν γι' αυτό, λίγοι ακούστηκαν, ακόμη πιο λίγοι τους άκουσαν. Θα ερχόταν κάποτε αυτή η στιγμή. Κεντρική πλατεία Συντάγματος, ένας νέος μιλάει στο κινητό και ξαφνικά παγώνει, στέκεται και μετά σιωπή. Το αφήνει να πέσει από το χέρι του και επιτίθεται στην γυναίκα με τα ψώνια που περνάει από δίπλα του, προσπαθεί να την δαγκώσει στον λαιμό, είναι μανιασμένος, 2 περαστικοί βλέπουν τι συμβαίνει και πάνε να τον πάρουν από πάνω της. Κι άλλοι όσοι μιλούν σε κινητά στην πλατεία σταματούν και επιτίθενται στους διπλανούς τους, θέλουν να τους γευτούν ή καλύτερα να τους φάνε!
Ένα internet cafe στο Παγκράτι, όσοι νέοι κάθονταν τόση ώρα μπροστά από την οθόνη πληκτρολογώντας, σταματούν κάνουν πίσω στην καρέκλα τους και κοκαλώνουν. Παραλύουν. Μοιάζει σαν να κάνουν reboot στο μυαλό τους. Μετά από 10 λεπτά σηκώνονται όλοι μαζί σιωπηρά από τις καρέκλες και βγαίνουν στον δρόμο. Δεν ξέρουν που πάνε, ούτε γιατί. Μια νοικοκυρά στο σπίτι της βλέπει ένα καθημερινό "ελαφρύ" πρόγραμμα, όσο περιμένει να ψηθεί το φαγητό. Ξαφνικά το φως της οθόνης που την λούζει, γεμίζει τα μάτια της. Σηκώνεται από τον καναπέ και πλησιάζει το παράθυρο. Το ανοίγει αν και κάνει κρύο. Κοιτάει ευθεία χωρίς να έχει βλέμμα. Σηκώνει το πόδι της και μετά το άλλο, ανεβαίνει στο περβάζι...και μετά πέφτει.

Έχει φτάσει 8 το απόγευμα. Στην Αθήνα δεν κινείται τίποτα. Μοιάζει σαν όλοι να έχουν κρυφτεί. Μόνο μια τεράστια μάζα χιλιάδων ατόμων μένει μπροστά από το Κοινοβούλιο, κοιτάει με μάτια άδεια που παίζουν σαν οθόνες σκηνές από την ζωή τους. Αυτή που είχαν κι αυτή που δεν είχαν ποτέ. Κι όλοι κάθισαν μέχρι το ξημέρωμα με μια βροχή να τους λούζει σαν να ήθελε να εξαγνίσει όλες τις αμαρτίες τους. Οι Νέοι Άνθρωποι.

2 σχόλια:

Stephen King - Cell το είχα διαβάσει όταν πρωτοβγήκε, δεν ήταν και άσχημο έτσι για να περάσει η ώρα. Άντε καλή συνέχεια, περιμένω το μέρος δεύτερο!

Απαλλαγή από τις σύγχρονες εξαρτήσεις: τηλεόραση, διαδίκτυο(facebook,chat,βιντεοπαιχνίδια και τα γνωστά)και κινητό! Ωραίο το κείμενο. Μου άρεσε πολύ η σκηνή που τους λούζει η βροχή και ξαναγεννιούνται.

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More